σύντριμμα

σύντριμμα
-ατος + τό N 3 4-0-18-9-4=35 Lv 21,19(bis); 24,20(bis); Is 15,5
fracture Lv 21,19; wound Ps 146(147),3; affliction, ruin Ps 13(14),3
*Is 28,12 σύντριμμα affliction-גדע for MT מרגעה refreshing; *Am 9,9 σύντριμμα crushed grain-צרר for MT צרור pebble
Cf. WEVERS 1990, 334; →MM; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύντριμμα — fracture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντριμμα — το, ΝΑ [συντρίβω] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα») 2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα… …   Dictionary of Greek

  • σύντριμμα — το, ατος και συντρίμμι, το 1. θραύσμα, κομμάτι: Έπεσε το πιάτο από τα χέρια του κι έγινε συντρίμμια. 2. ερείπιο: Συντρίμμια του αρχαίου ναού. 3. ψυχικό ερείπιο: Με έκανες συντρίμματα. – Έγινε συντρίμμι από τη συμφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντριμμάτων — σύντριμμα fracture neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμμασι — σύντριμμα fracture neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμμασιν — σύντριμμα fracture neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμματα — σύντριμμα fracture neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμματι — σύντριμμα fracture neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμματος — σύντριμμα fracture neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμμι — το, Ν 1. θραύσμα, σύντριμμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ή σωματικό ερείπιο («τόν έκανε συντρίμμι ο αιφνίδιος θάνατος τού πατέρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύντριμμα, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *συντρίμμιον] …   Dictionary of Greek

  • сотрение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. συντριβή) сокрушение (Иер. 4, 6); (συντριμμός)… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”